θέσμιο, το

θέσμιο, το
θέσμιο, το και κυρίως στον πληθ., θέσμια, τα παραδόσεις, καθιερωμένοι κανόνες δικαίου: Διεθνή θέσμια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… …   Dictionary of Greek

  • στατούτον — τὸ, Α θέσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. statutum «θεσμός, δόγμα» (< statuo «θεσπίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”